πιτσιλιέμαι

πιτσιλιέμαι
πιτσιλιέμαι, πιτσιλίστηκα, πιτσιλισμένος βλ. πίν. 173 και πρβλ. πιτσιλίζομαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιτσιλίζομαι — πιτσιλίζομαι, πιτσιλίστηκα, πιτσιλισμένος βλ. πίν. 34 και πρβλ. πιτσιλιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”